-
1 ускорительный
επ.επιταχυντικός•-ые установки εγκαταστάσεις επιτάχυνσης.
-
2 жиклёр
1. тех. η εξακριβωμένη/διακριβωμένη οπή ή τρύπα (ροής) 2. (карбюратора) о αναβρυτήρ/ας (του καρμπυρατέρ), το ακροστόμιο, разг. о ζίγκλερ (ξεν.)продувать - καθαρίζω με αέρα τον - α, εξαερίζω τον - αРусско-греческий словарь научных и технических терминов > жиклёр
-
3 насос
η αντλίαподавать - ом παρέχω/δίνω με -винтовой - ελικοφόρος -, κοχλιοφόρα/κο-χλιωτή -высоконапорный - см. - высокого давления газовый - αερίωνгрузовой мор. - φορτίουдвухступенчатый - δύο βαθμίδων, διβάθμια -двухцилиндровый - δύο κυλίνδρων, διπλή -масляный - του ελαίου/λαδιούнагнетательный - της πίεσης/κατάθλιψηςосушительный мор. - των σεντινώνподающий ав. - παροχήςподкачивающий ав. см. подающий -продувочный - της εξαέρωσης/σάρωσηςради-ально-поршневой - περιστροφική - με την παλινδρομική κίνηση των εμβόλωνроторный - με ρότορα/στροφέαручной - χειροκίνητη -, η χειραντλίαстояночный мор. - του λιμανιού, судовой - του πλοίουтопливный - του καυσίμου, тормозной (ж - д.) - της πέδηςтрюмный мор. - του κύτους/αμπαριούцентробежный - сдвусторонним всасыванием φυγόκεντρος - με διπλή αναρρόφησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > насос